- μεσουρία
- η (Α μεσουρία) [μέσουροι]ο κύριος συστολέας τού επιδρόμου, αλλ. συστολέας επιδρόμουνεοελλ.πανί τής πρύμνης ιστιοφόρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σακολέβα — η / σαγολέβα, ΝΜ, και σακ(κ)ολαίφη Ν ναυτ. 1. ιστίο τραπεζοειδούς σχήματος μικρού πλοίου, αλλ. λοίπαδος 2. τύπος μικρού οξύπρυμνου πλοιαρίου που έχει παρόμοιο ιστίο 3. ο συστολέας τού επιδρόμου, κν. μεσουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγος «μάλλινο χοντρό… … Dictionary of Greek